- πλεονεκτικός
- -ή, -ό / πλεονεκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πλεονέκτης]νεοελλ.αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με έναν άλλομσν.-αρχ.αυτός που ρέπει προς την πλεονεξία («... δικαίως καλεῑσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.).επίρρ...πλεονεκτικώς / πλεονεκτικῶς, ΝΜΑ, πλεονεκτικά Νμε τρόπο πλεονεκτικό, με πλεονεκτήματαμσν.-αρχ.με ροπή προς την πλεονεξία.
Dictionary of Greek. 2013.